Skip to main content

Ήταν 12 του Μάρτη, όταν ξεκίνησε το ταξίδι του Σταύρου

Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Σταύρου Κουγιουμτζή, ο Γιώργος Μητράκης γράφει για την παρακαταθήκη που άφησε στο ελληνικό τραγούδι ο μεγάλος δήμιουργός.

του Γιώργου Μητράκη

Μοιάζει απίστευτο, αλλά πέρασαν κιόλας δέκα χρόνια! Ήταν 12 Μαρτίου 2005, ημέρα Σάββατο, όταν ο σπουδαίος δημιουργός και φίλος, Σταύρος Κουγιουμτζής, έκλεισε για πάντα τα μάτια του στα 73 του χρόνια. «Ήταν 12 του Μάρτη…», που λεει και το δικό του τραγούδι.

Στη δεκαετία αυτή ούτε το ελληνικό τραγούδι άνθισε, ούτε ο κόσμος έγινε καλύτερος. Ότι τον πλήγωνε στη ζωή του –η ασχήμια, η αχαριστία, η κακότητα, η ματαιοδοξία- εξακολουθούν να… βασιλεύουν. Βλέποντας την κατάσταση από ψηλά σίγουρα θα μελαγχολεί. Όσο ακούει τα τραγούδια που παίζουν τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις θα κλείνει τ’ αφτιά του. Το μόνο που ίσως να τον γαληνεύει είναι ότι τα δικά του τραγούδια εξακολουθούν να αναπνέουν. Να αποτελούν παρηγοριά για τους κανονικούς ανθρώπους που παραμένουν ζωντανοί, ακόμη κι όταν η ψυχή τους σφίγγεται από το γύρω χάλι.   

Ο Σταύρος Κουγιουμτζής έγραψε γύρω στα 200 τραγούδια. Αν και ως συνθέτης ποτέ δεν υπέκυψε στον πειρασμό του «έργου», οι δίσκοι του είναι ολοκληρωμένοι. Ίσως γιατί δε «στήθηκαν» ποτέ γύρω από ένα ή δύο κομμάτια. Άλλωστε, για τον Κουγιουμτζή η δισκογραφία δεν ήταν δουλειά. Από την αρχή αντιμετώπισε το τραγούδι ως μια πάρα πολύ σοβαρή ιστορία, όπως πραγματικά είναι. Αυτά που έγραψε κάτι έχουν να πουν. Διαθέτουν ταυτότητα και πατρότητα. Από τις πρώτες νότες αποκαλύπτουν τον δημιουργό τους. Στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού το αποτύπωμα του Σταύρου είναι βαθύ.

Ο Κουγιουμτζής ανήκει στη γενιά των «διαδόχων» του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι, οι οποίοι στη δεκαετία του 1960 επαναπροσδιόρισαν στην ουσία τον όρο «ελληνικό τραγούδι», «νομιμοποιώντας» στη συνείδηση του μεγάλου κοινού τους λαϊκούς ρυθμούς και τον ήχο του μπουζουκιού. Ακολούθησε, όμως, μια πορεία διαφορετική από τους περισσότερους συναδέλφους του. Απέφυγε να αναζητήσει κύρος και αναγνώριση στα ποιήματα- με εξαίρεση τους στίχους του Γιώργου Θέμελη στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και του Ντίνου Χριστιανόπουλου, στη δεκαετία του 1980. Δεν παρουσίασε «κύκλους τραγουδιών», ούτε αναζήτησε νέες -υποτίθεται πρωτοποριακές- μουσικές φόρμες. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι έγραψε εκτός από μουσική και στίχους σε πολλά τραγούδια, αποτελεί έναν ακόμη «αυθεντικό κρίκο» στην αλυσίδα των κλασικών δημιουργών του ρεμπέτικου και του λαϊκού. Πίστεψε στη δύναμη του απλού, καθαρού, ανόθευτου τρίλεπτου τραγουδιού και εκφράστηκε μέσα από αυτό. Κατέφερε να μεταδώσει βαθιά αισθήματα, τα οποία αφενός αποδεικνύονται ανθεκτικά στο χρόνο και αφετέρου περνούν αλώβητα από τις συμπληγάδες του ανιστόρητου νεοελληνικού συναισθηματικού «εκσυγχρονισμού», που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γιώργος Νταλάρας, ο τραγουδιστής που είχε την τύχη να κατοχυρώσει το ερμηνευτικό του ύφος και να βάλει τις βάσεις μιας μεγάλης καριέρας λέγοντας σε πρώτη εκτέλεση πολλά και σημαντικά τραγούδια του Κουγιουμτζή, εισπράττει μέχρι σήμερα τον ενθουσιασμό και τη συγκίνηση του κοινού τραγουδώντας επί 45 χρόνια αυτό το ρεπερτόριο στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Όμως –ας μη μας διαφεύγει- ότι ο Σταύρος Κουγιουμτζής έγραψε μελαγχολικά, θλιμμένα τραγούδια. Χωρίς «φρου φρου κι αρώματα». Με καθαρές μελωδίες και αυστηρή γραμμή. Τραγούδια «μασίφ», που μιλούν κυρίως για την ερωτική απόγνωση, την κοινωνική απομόνωση και τη μοναξιά. Με αμεσότητα και ανείπωτη τρυφερότητα. Ίσως δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Μεγαλώνοντας στα προσφυγικά της Άνω Πόλης, δίπλα στα βυζαντινά κάστρα της Θεσσαλονίκης και στη σκιά του Γεντί Κουλέ, ήρθε σε απευθείας επαφή με τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και τους ανθρώπους που «πλήρωσαν» τα τερτίπια της με αίμα, δάκρια και ξεριζωμό. Από νωρίς συνειδητοποίησε ότι η Ελλάδα -όπως και κάθε τόπος- είναι «καταδικασμένη» να πορευτεί κουβαλώντας το παρελθόν της και ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να αγνοήσει ή να αποφύγει κανείς αυτό το δεδομένο είναι μάταιη και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ψεύτικα και κούφια αποτελέσματα. Άκουσε τα σμυρναίικα, αλλά και τα τραγούδια του Τσιτσάνη και του Βαμβακάρη, από τα συνοικιακά γραμμόφωνα. Είδε κι ένιωσε τους ανθρώπους να κλαίνε, να γελούν, να νοσταλγούν, να γιορτάζουν και να γλεντούν γνήσια κι ανόθευτα ακούγοντάς τα. Γνώρισε, όμως, και το μεγαλείο της κλασικής μουσικής στο ωδείο. Αυτοί οι ήχοι, οι εικόνες και οι αισθήσεις τροφοδότησαν το συναισθηματικό του κόσμο και καλλιέργησαν το ένστικτό του. Τον βοήθησαν να διαμορφώσει κριτήριο. Οδήγησαν το ταλέντο του.

ZENITH