Skip to main content

Αιώνια «Αρχόντισσα» σε «Συννεφιασμένη Κυριακή»

100 χρόνια από τη γέννηση του Βασίλη Τσιτσάνη στις 18 Ιανουαρίου 1915. Γράφει ο Γιώργος Μητράκης.

του Γιώργου Μητράκη

«Η λαϊκή μας παράδοση τραβάει με κορυφογραμμές. Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι σε μία από αυτές. Είναι στο λαϊκό μας εικονοστάσι. Σε κάθε σπίτι, σε κάθε καρδιά. Μαζί με τον κυρ-Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Πανσέληνο, τον Μακρυγιάννη, τον Θεόφιλο, τον Σπαθάρη. Μ΄ αυτούς είναι».

Με αυτές τις μόλις 42 λέξεις ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος κατατάσσει οριστικά, αμετάκλητα και απόλυτα τον Βασίλη Τσιτσάνη ανάμεσα στους αγίους του ελληνικού πολιτισμού. Ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς του 20ου αιώνα ο Τσιτσάνης γεννήθηκε  ακριβώς πριν από έναν αιώνα. Στις 18 Ιανουαρίου 1915 στα Τρίκαλα. Κατά σύμπτωση ξεκίνησε το «ταξίδι του προς τα άστρα» την ημέρα των γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου 1984. «Έσβησε» στο κρεβάτι νοσοκομείου στο Λονδίνο.

Επειδή στη ζωή –επομένως και στην τέχνη που «παίζει» μαζί της και αντανακλάται επάνω της συνεχώς και αδιαλείπτως- ο χρόνος κρίνει τα πάντα, ο Βασίλης Τσιτσάνης καταγράφεται σε διαφορετικό επίπεδο από πολλούς άλλους σημαντικούς Έλληνες μουσικούς δημιουργούς του 20ου  αιώνα. Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στον κόσμο του ρεμπέτικου στη δεκαετία του 1930 όλοι κατάλαβαν την αξία του. Ανάμεσα στα πρώτα του τραγούδια είναι η περίφημη «Αρχόντισσα». Μέσα στις σκληρές συνθήκες της Κατοχής και του Εμφυλίου της δεκαετίας του 1940 έγραψε –κυρίως στη Θεσσαλονίκη, όπου άνοιξε στην οδό Παύλου Μελά το περίφημο «Ουζερί Τσιτσάνη»- δεκάδες μεγάλα τραγούδια. «Μπαξέ Τσιφλίκι», «Πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Αχάριστη», «Ντερμπεντέσισσα», «Ζητιάνος μιας αγάπης» και πολλά άλλα. Αργότερα ανανέωσε το λαϊκό τραγούδι, αφού ο ίδιος αισθάνθηκε ότι δε «χωρούσε» στο στενό, αυστηρό και λιτό κοστούμι του ρεμπέτη. Το 1948 έγραψε το κορυφαίο του –για πολλούς και για τον ίδιο- τραγούδι. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» είναι από μόνη της μνημείο πολιτισμού, καθώς θεωρείται ότι προέρχεται απευθείας από την παράδοση της βυζαντινής μουσικής, αλλά και ότι συμπυκνώνει την τραγικότητα της ιστορικής πορείας των Ελλήνων, από την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Στη δεκαετία του 1960 ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης  με το δικό του παράδειγμα στο νου, στα αφτιά και στην καρδιά προχώρησαν. Μέχρι 20 ημέρες πριν από το θάνατό του, ο Τσιτσάνης έπαιζε και τραγουδούσε στο «Χάραμα» της Καισαριανής. Στην κουζίνα αυτού του λαϊκού κέντρου έγραψε ορισμένα από τα καλύτερα τραγούδια του και ζωγράφισε πολλές από τις εκπληκτικές εισαγωγές που τα συνόδευαν και που από μόνες τους ήταν ξεχωριστά, υπέροχα τραγούδια.

Καλπασμός!

Αλλά ο θρίαμβος του Τσιτσάνη εντάθηκε μετά τον βιολογικό του θάνατο. Στις τρεις δεκαετίες που πέρασαν από τότε η εμβέλεια και η επιρροή του αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο. Ποτέ κανείς δημιουργός στην Ελλάδα –και ελάχιστοι στον υπόλοιπο κόσμο- δεν «κάλπασαν» με αυτό τον τρόπο προς τις ψυχές των ανθρώπων αφού είχαν εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο. Σε καμία άλλη περίπτωση στην ελληνική μουσική δεν δικαιώνεται τόσο εμφατικά η παραδοχή ότι οι καλλιτέχνες δεν σβήνουν πραγματικά όσο ζει το έργο τους.           

Τα τελευταία χρόνια οι δισκογραφικές εκδόσεις με τραγούδια –πρώτες εκτελέσεις και κυρίως επανεκτελέσεις- του Τσιτσάνη είναι πολλές, παρά την κρίση της δισκογραφίας. Τα τραγούδια του παραμένουν στιβαρά, ακούγονται και σήμερα ως πρωτοποριακά και μαγεύουν ακόμη όχι μόνο τους απλούς ακροατές – στις ταβέρνες και τα ρεμπετάδικα, όπως ακριβώς και στις παρέες ο Τσιτσάνης είναι η ραχοκοκαλιά του προγράμματος- αλλά και τους σύγχρονους μουσικούς και τους λαϊκούς τραγουδιστές, οι οποίοι θεωρούν περίπου ως υποχρέωση τους να «αναμετρηθούν» κάποια στιγμή με τα τραγούδια του. Αν τους ρωτήσει κανείς θα αντιληφθεί ότι ο Τσιτσάνης τους έκανε να αγαπήσουν και να αφοσιωθούν σε αυτή τη μουσική, αυτούς τους ήχους, αυτά τα τραγούδια.

Άλλαξε τα δεδομένα
 
Η περίπτωση Τσιτσάνη είναι μοναδική, διότι το μουσικό του ταλέντο υπερισχύει όλων των άλλων παραμέτρων της τραγουδοποιίας του. Διότι –κακά τα ψέματα- η αξία κάθε τραγουδιού έχει άμεση σχέση με την εποχή που γράφεται και ακούγεται. Αν την εκφράζει, αν περιέχει την ατμόσφαιρα, αν προεκτείνει τις δεδομένες παραμέτρους.

Είναι, δηλαδή, σαφές ότι τα χρόνια που στην Ελλάδα θέριζε η φυματίωση τα «φθισικά» ρεμπέτικα έκαναν θραύση, ενώ στον εμφύλιο τα τραγούδια που μιλούσαν για τον πόνο της μάνας που έβλεπε τα ίδια της τα παιδιά να σκοτώνονται μεταξύ τους συγκλόνιζαν. Ιδιαίτερα στα ρεμπέτικα το θέμα των στίχων καθορίζει σχεδόν πάντα τον χαρακτήρα τους, δηλαδή τα κατηγοριοποιεί και ως εκ τούτου σε πολλές περιπτώσεις περιορίζει την εμβέλεια τους. Ο Τσιτσάνης άλλαξε τα δεδομένα. Υπήρξε ο καταλύτης για τη μετεξέλιξη και την πρόοδο του ρεμπέτικου, το οποίο στα δικά του παραγωγικά χρόνια από περιθωριακό έγινε κυρίαρχο είδος.

Ο τελευταίος λόγος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο: «Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας συνθέτης της λαϊκής μας μουσικής και μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της Ελλάδας στον εικοστό αιώνα. Μεγαλύτερος των δασκάλων του, των συμμαθητών του και των μαθητών του. Η γενιά μου, η γενιά του 114, έχει ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της και με τον χώρο της Πολιτικής και με τον χώρο του Πολιτισμού. Για τον Τσιτσάνη ξέρουμε πια ότι ήταν ένας εκσυγχρονιστής στην τέχνη του, μισόν αιώνα νωρίτερα απ’ όλους. Ένας εκσυγχρονιστής που δεν πιάστηκε στις δαγκάνες «του δέοντος και του ωφελίμου», παρά εξέφρασε τις δίσεκτες εποχές του ελληνισμού: τη δικτατορία του Μεταξά, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, μέχρι και τη Μεταπολίτευση. Σαράντα χρόνια πάνω στο πατάρι, 600 τραγούδια, 12.000 ξενύχτια. Αυτή ήταν η καλλιτεχνική εξίσωση της ζωής του».

ZENITH