Skip to main content

Αλλάζει πορεία η χώρα, ή επαναλαμβάνεται το 1981;

Πού αποδίδεται η μετατόπιση ψηφοφόρων της ΝΔ προς τα αριστερά και το αίνιγμα για την εικόνα του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ.

Όταν κατά την προεκλογική περίοδο του Οκτωβρίου του 1981, παρατηρήθηκε μετατόπιση ψηφοφόρων της Ν.Δ. προς το ΠΑΣΟΚ, παρουσιάστηκε το φαινόμενο ως απρόβλεπτο. Και τούτο διότι, οι προεκλογικές εξαγγελίες του Ανδρέα Παπανδρέου έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τις πολιτικές τοποθετήσεις των νεοδημοκρατών.

Με δεδομένη την θέση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν» οι θέσεις του Ανδρέα περί εξόδου από το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ, πώς μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές από τους καραμανλικούς; Η απάντηση των ερωτηθέντων, πώς εξηγούν αυτήν την στροφή τους προς κόμμα εχθρικό στην ιδεολογία τους, ήταν ότι «ας τα λέει ο Παπανδρέου, αποκλείεται να τα κάνει». Υπήρξε δηλαδή προσχώρηση ψηφοφόρων σε κόμμα, όχι επειδή συμφώνησαν με το πρόγραμμά του, αλλά επειδή ήσαν βέβαιοι πως δεν θα το τηρήσει.

Λέγουν πολλοί, πως το ίδιο συνέβη και τώρα. Ότι δηλαδή, οι προεκλογικές εξαγγελίες του κ. Τσίπρα είναι απλώς προεκλογικές και ότι γνωρίζει και ο ίδιος πως δεν μπορεί να τις υλοποιήσει, και πως δεν μπορεί να βγάλει την Ελλάδα από την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη, ούτε φυσικά από το ΝΑΤΟ.

Υπάρχει δηλαδή η πεποίθηση στο σημαντικό τμήμα των εκλογέων της Ν.Δ. που μετακινήθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ, ότι η διαφορά ουσιαστικώς μεταξύ της ακολουθητέας πολιτικής των δύο κομμάτων, έγκειται όχι στην στρατηγική, αλλά στις διαφορετικές τακτικές και μεθόδους, όπως και στον δυναμισμό των δύο ηγετών. Ο κ. Σαμαράς δεν φάνηκε ικανός στα μάτια τους να «χτυπήσει το χέρι στο τραπέζι», επηρεαζόμενος πότε από τους μεν πότε από τους δε της στενής φιλικής συντροφιάς του - οι οποίοι είχαν αντιτιθέμενες απόψεις μεταξύ τους, που έφθασαν και μέχρι την ρήξη.

Στο επιχείρημα ότι και εντός του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν πολλές φωνές που αλληλοσυγκρούονται, το επιχείρημα είναι πως με τα νέα δεδομένα -τις πολλές μετεγγραφές στελεχών, δηλαδή- οι υποστηρικτές της πολιτικής σύγκρουσης με τα διεθνή κέντρα αποτελούν ισχνή μειοψηφία. Σ’ αυτό βεβαίως θα μπορούσα να αντιτάξω, πως εκείνο που έχει σημασία στις μειοψηφίες δεν είναι τόσο ο αριθμός των συμμετεχόντων, όσο ο δυναμισμός τους.

Πάντως, είναι πολύ νωρίς να προδικάσει κάποιος ποια θα είναι η εικόνα του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ εν σχέσει με αυτήν του αντιπολιτευτικού. Θα καταδειχθεί αφενός από την σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου, αλλά και από τις πρώτες επαφές του καινούργιου πρωθυπουργού με την Ευρώπη (με τις ΗΠΑ θεωρώ δεδομένο ότι δεν θα υπάρξει πρόβλημα, αφού η αμερικανική πολιτική ικανοποιείται από κάθε αντιγερμανική κίνηση).

Εκείνο δε, που δεν γνωρίζουμε ώστε να έχουμε σαφή εικόνα, που είναι και το σημαντικότερο, είναι το είδος των συζητήσεων που είχαν οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ με τους Ευρωπαίους αξιωματούχους. Κάποιες πόρτες θα βρήκαν ανοιχτές, ώστε να διαβεβαιώνουν με απόλυτο τρόπο πως δεν θα υπάρξουν επιπτώσεις από την αλλαγή πλεύσης της καινούργιας κυβέρνησης.

Δεν αποκλείω καθόλου και την περίπτωση, να μη είναι αντίθετη ούτε η κα. Μέρκελ, η οποία ίσως αντιλαμβάνεται πως η πολιτική της οδηγεί σε αδιέξοδο και θα βρεθεί αντιμέτωπη με την πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών, με κίνδυνο να σκιάσει τον ηγεμονικό ρόλο της Γερμανίας, ώστε να αναζητεί πρόσχημα αλλαγής, χωρίς όμως να παραδεχθεί στο εκλογικό της σώμα, ότι έκανε λάθος.

Ως κατακλείδα θα μπορούσα να πω ότι ας αναμείνουμε να δούμε τα πρώτα δείγματα γραφής, ώστε να κρίνουμε επί πράξεων και όχι επί εξαγγελιών.

Ο Μακεδών

ZENITH