Skip to main content

Δήμος Θεσσαλονίκης: Αναγκαστήκαμε να ασκήσουμε έφεση για τους συμβασιούχους

Η ακύρωση από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση των αποφάσεων του δημοτικού συμβουλίου, για την υπόθεση των συμβασιούχων της πρώην ΚΕΤΑ βρέθηκε στο επίκεντρο της εξέτασης των προσφυγών του δήμου από Ειδική Ε

Η ακύρωση από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση των αποφάσεων του δημοτικού συμβουλίου, για την υπόθεση των συμβασιούχων της πρώην ΚΕΤΑ που είχαν δικαιωθεί πρωτοδίκως βρέθηκαν στο επίκεντρο της σημερινής εξέτασης των προσφυγών του δήμου από την Ειδική Επιτροπή του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων κατά των αποφάσεων του Γενικού Γραμματέα Αθ. Καρούντζου.

Κατά την εξέταση της υπόθεσης, παράσταση πραγματοποίησε ο Δήμος Θεσσαλονίκης, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον Πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου, Παναγιώτη Αβραμόπουλου, δεδομένης της απουσίας του Δημάρχου Γιάννη Μπουτάρη στη Σμύρνη.

Πέραν των γραπτών προσφυγών που είχαν κατατεθεί, οι δικηγόροι του δήμου υποστήριξαν, όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του δήμου, «επαρκέστατα τη νομική επιχειρηματολογία», ενώ ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου επανέλαβε προφορικά στα μέλη της Ειδικής Επιτροπής, την επιχειρηματολογία που τεκμηριώνει την πολιτικά αβάσιμη ακύρωση των αποφάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης.

Σε ό,τι αφορά τη νομική πλευρά του θέματος, όπως επισημάνθηκε, η νομική επιχειρηματολογία του ΓΓ της Αποκεντρωμένης βασίστηκε στην εσφαλμένη παραδοχή ότι πρόκειται για υποθέσεις που έχουν μισθολογικές συνέπειες. Όμως, το ζητούμενο στην συγκεκριμένη υπόθεση ήταν μόνον ο νομικός χαρακτηρισμός των επίδικων έννομων εργασιακών σχέσεων και η διάγνωση υποχρέωσης ή μη του εργοδότη για απασχόληση των εργαζομένων.

Στην ανακοίνωση σημειώνεται ότι «ο Δήμος Θεσσαλονίκης αναγκάστηκε να ασκήσει ένδικα μέσα, εξαιτίας των αποφάσεων του ΓΓ της Αποκεντρωμένης Διοίκησης που ακύρωσαν τις αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης, ακυρώνοντας κατά συνέπεια το κυριαρχικό δικαίωμα του Δήμου, με γνώμονα το συμφέρον του, να μην ασκήσει ένδικα μέσα».

«Κατά συνέπεια, ο Δήμος Θεσσαλονίκης προχώρησε στην άσκηση ένδικων μέσων εξαναγκαζόμενος απ’ τη στάση που τήρησε ο ΓΓ της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στάση που ο Δήμος Θεσσαλονίκης προσβάλλει και αμφισβητεί τη νομιμότητά της με κάθε νόμιμο τρόπο» υπογραμμίζεται.

Σε ό,τι αφορά την πολιτική πλευρά της υπόθεσης, τονίστηκε από τον πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου, για άλλη μια φορά, το αποφασιστικό δικαίωμα του Δημοτικού Συμβουλίου να λάβει μια τέτοια απόφαση (μη άσκησης ένδικων μέσων σε δεύτερο βαθμό). Ειδικότερα,

  • υπενθυμίστηκε ότι οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί πριν το 2010 και ουδέποτε στο παρελθόν είχε τεθεί ζήτημα νομιμότητας ή ελέγχου ως προς τις προσλήψεις ή την απασχόλησή τους, ενώ οι συγκεκριμένοι υπηρετούσαν θέσεις που δεν αφορούσαν την εξυπηρέτηση εποχικών ή παροδικών αναγκών του Δήμου.
  • Παράλληλα, τονίστηκε ότι η επίμαχη στάση του Δήμου υπαγορεύτηκε από την αδήριτη ανάγκη διασφάλισης της εύρυθμης λειτουργίας των δημοτικών υπηρεσιών και την αποτροπή της αποδιοργάνωσης και παράλυσής τους από την τυχόν απομάκρυνση των εργαζομένων, αλλά και από το γεγονός ότι δεν θα προκαλούσε επιβάρυνση του προϋπολογισμού του Δήμου με αδικαιολόγητες ή μη προγραμματισμένες δαπάνες. Αντιθέτως, η απομάκρυνση των εν λόγω εργαζόμενων θα συνεπαγόταν την ανάγκη κάλυψης του κενού που θα άφηναν με την πρόσληψη νέων συμβασιούχων ορισμένου χρόνου. Ωστόσο, αυτό το σύστημα των συνεχών προσλήψεων νέων συμβασιούχων επιβαρύνει τον Δήμο λειτουργικά, προκαλεί τη μειωμένη απόδοση των Υπηρεσιών του και υποβαθμίζει το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους πολίτες.
  • Αναφέρθηκε, ακόμη, για άλλη μια φορά, ότι η επίμαχη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου θεμελιώνεται στη συνταγματικά κατοχυρωμένη διοικητική αυτοτέλεια των ΟΤΑ. Εξάλλου, εκδήλωση της συνταγματικά κατοχυρωμένης διοικητικής αυτοτέλειας των δήμων αποτελεί και η δυνατότητά τους να διαθέτουν ικανό και αξιόμαχο προσωπικό για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στις τοπικές υποθέσεις και να προβαίνουν σε ορθολογική κατανομή και αξιοποίηση του πάσης φύσης προσωπικού αυτών, διότι θεωρούν ότι καθήκον τους αποτελεί η προάσπιση των δημοτικών συμφερόντων και η αποφυγή κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης αυτών. Τονίστηκε, εξάλλου, ότι το Δημοτικό Συμβούλιο αποτελεί το κυρίαρχο συλλογικό αιρετό όργανο διοίκησης του Δήμου και με τις αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου ασκείται κυριαρχικά η πολιτική του Δήμου ενώ, μεταξύ άλλων, σταθμίζονται και αξιολογούνται, κυριαρχικά επίσης, οι κατά περίπτωση ανάγκες και στρατηγικές του Δήμου σε όλους τους τομείς των δημοτικών υποθέσεων. Και επισημάνθηκε ότι κανένα άλλο όργανο, και μάλιστα εκτός του Δήμου, δεν έχει από το νόμο την αρμοδιότητα ούτε είναι σε θέση να εκτιμά και να υποδεικνύει κατά περίπτωση ποιο είναι το εκάστοτε δημοτικό συμφέρον ούτε να κρίνει αν το Δημοτικό Συμβούλιο προασπίζει αποτελεσματικά αυτό το συμφέρον με τις αποφάσεις του. Έτσι, ο έλεγχος νομιμότητας που ασκεί ο ΓΓ Αποκεντρωμένης Διοίκησης δεν επιτρέπεται να μετατραπεί σε «έλεγχο σκοπιμότητας» – όπως ουσιαστικά επιδιώκει εν προκειμένω ο ΓΓ – ή σε υποκατάσταση της βούλησης ή της γνώμης που θα μπορούσε να διατυπωθεί στο πλαίσιο λειτουργίας των οργάνων της δημοτικής διοίκησης και αυτοδιοίκησης. Διότι η διοικητική αυτοτέλεια των ΟΤΑ και η ελεύθερη άσκηση των αρμοδιοτήτων τους κατοχυρώνεται από το άρθρο 102 του Συντάγματος και από όσα ορίζονται σχετικά στον Ευρωπαϊκό Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας.

«Η επιχειρηματολογία αυτή, εξάλλου, επαναδιατυπώνεται και στο πλαίσιο των ένδικων μέσων που αναγκάστηκε να ασκήσει ο Δήμος Θεσσαλονίκης κατά των  συμβασιούχων της πρώην ΚΕΤΑ» σημειώνεται στην ανακοίνωση του δήμου.

 

ZENITH