Skip to main content

«Ναι μεν αλλά» για τον αναπτυξιακό νόμο, λέει η ΚΕΕE

Προς τη σωστή κατεύθυνση εκτιμά η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος ότι είναι η προτεινόμενη στοχοθεσία του νέου αναπτυξιακού νόμου, ωστόσο, εκτιμά ότι θα μπορούσε να εμπλουτιστεί με στοιχεία.
Προς τη σωστή κατεύθυνση εκτιμά η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος ότι είναι η προτεινόμενη στοχοθεσία του νέου αναπτυξιακού νόμου, ωστόσο, εκτιμά ότι θα μπορούσε να εμπλουτιστεί με στοιχεία όπως «η διατήρηση ενός σταθερού φορολογικού πλαισίου, η μείωση του έμμεσου κόστους του ανθρώπινου δυναμικού, η πραγματική απλοποίηση διαδικασιών ίδρυσης - αδειοδότησης και λειτουργίας των επιχειρήσεων, η επιτάχυνση στην απόδοση δικαιοσύνης επί θεμάτων που άπτονται της εφαρμογής του αναπτυξιακού νόμου, ο καθορισμός οριστικών χρήσεων γης και βελτίωση των υποδομών - παρεχόμενων υπηρεσιών σε οργανωμένες Βιομηχανικές Περιοχές και η σύνδεση Εκπαίδευσης και Κατάρτισης με την Απασχόληση ενώ βασικό ζήτημα είναι οι επιλέξιμες προς χρηματοδότηση θεματικές δραστηριοτήτων».

Μάλιστα, παρατηρεί πως «η καθυστέρηση με την οποία αναλαμβάνεται η σχετική νομοθετική πρωτοβουλία από την Κυβέρνηση είναι ιδιαίτερα επιβλαβής για την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας δεδομένου ότι πάγωσε για μεγάλο χρονικό διάστημα η λειτουργία του υφιστάμενου αναπτυξιακού νόμου, που θα μπορούσε, μέχρι τη θέσπιση του νέου νόμου, να υποστηρίζει την οικονομία και την επιχειρηματικότητα».

Η ΚΕΕE αναφέρει ότι ο νέος αναπτυξιακός νόμος πρέπει να ενισχύει κάθε κλάδο που μπορεί αποδεδειγμένα να αποτελέσει την ατμομηχανή της οικονομίας. Θα μπορούσε μάλιστα, όπως αναφέρεται, να υπάρξει πρόβλεψη διαφοροποίησης επιδότησης ανάλογα με τον κλάδο. Η δε διαφοροποίηση αυτή εκτιμάται ότι πρέπει να εδράζεται σε διαφορετικές ομάδες κριτηρίων βαθμολόγησης σε διαφορετικές θεματικές ενότητες (μεταποίηση-τουρισμός-εμπόριο-παροχή υπηρεσιών) διαφορετικά θα υπάρξει άμεσος κίνδυνος άνισης μεταχείρισης κάποιων κλάδων υπέρ κάποιων άλλων.

Ως προς το χρόνο υποβολής επενδυτικών προτάσεων, και ειδικότερα τον περιορισμό της δυνατότητας υποβολής των προτάσεων μόνο δυο φορές τον χρόνο (κάθε εξάμηνο) και όχι καθ΄ όλη τη διάρκεια του έτους, για λόγους καλύτερου επενδυτικού προγραμματισμού, η ΚΕΕΕ εκτιμά ότι δεν κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση γιατί θα επιφέρει καθυστερήσεις σε ώριμες επενδυτικές προτάσεις. Η πρόβλεψη του ισχύοντος αναπτυξιακού νόμου (ν. 3299/2004) ήταν η δυνατότητα άμεσης υποβολής μελέτης/πρότασης όταν αυτή ήταν ώριμη και όχι στο τέλος του οικείου εξαμήνου, ήταν ορθότερη καθώς απέτρεπε τον εγκλωβισμό των επενδυτικών πρωτοβουλιών στα χρονικά πλαίσια και τη γραφειοκρατία, ιδίως μέσω της συσσώρευσης επενδυτικών προτάσεων σχεδίων σε 2 χρονικές περιόδους που δημιουργεί φόρτο εργασιών με αποτέλεσμα την χρονική καθυστέρηση στην αξιολόγηση, έγκριση και συμβασιοποίηση των επενδυτικών σχεδίων, αυξάνοντας παράλληλα και το κόστος διαχείρισης.

Η μέθοδος συγκριτικής αξιολόγησης των προτάσεων που φαίνεται να προκρίνει το προσχέδιο αποτελεί σημαντικό λάθος, σύμφωνα με την ΚΕΕΕ. Βασικό πλεονέκτημα του ισχύοντος Αναπτυξιακού Νόμου ήταν η δυνατότητα του κάθε επενδυτή να υποβάλει πρόταση όλο το χρόνο και αυτή να ελέγχεται ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες προτάσεις και μάλιστα σε καθορισμένα χρονικά περιθώρια. Αυτό εξασφάλιζε ευελιξία, μία ισότιμη και δίκαιη αντιμετώπιση των επενδυτών, τη δυνατότητα προγραμματισμού των κινήσεων τους και μια παράλληλη υλοποίηση μικρών και μεγάλων επενδύσεων.

Η επιβολή συστήματος συγκριτικής αξιολόγησης δεν διασφαλίζει την ταχύτητα αξιολόγησης των προτάσεων και την αντικειμενικότητα της αξιολόγησης αφού ανόμοιες επενδύσεις θα καλούνται να αξιολογηθούν από το ίδιο σύστημα, και έτσι να δημιουργηθούν αδιαφανείς τρόποι αξιολόγησης. Τυχόν επιλογή της συγκριτικής αξιολόγησης θα έχει θετική συνεισφορά στην αντικειμενικότητα της διαδικασίας αξιολόγησης μόνον εφόσον στηριχθεί σε συγκεκριμένα benchmarks (π.χ. ανά κλάδο) και συντελεστές εξισορρόπησης των χαρακτηριστικών ανόμοιων επενδύσεων.

Ως προς το χρονικό πλαίσιο αξιολόγησης και υλοποίηση, εκτιμάται ότι πρέπει να διασφαλιστεί η ταχύτερη δυνατή διαδικασία ώστε η απόφαση έγκρισης και η υλοποίηση να είναι το δυνατόν αμεσότερες, σε συνδυασμό πάντα με την εξάλειψη καθυστερήσεων στην καταβολή των εγκεκριμένων ενισχύσεων.

Ως προς τα κριτήρια βαθμολόγησης, η εξειδίκευση τους πρέπει να γίνει με τρόπο ώστε να τονίζεται η αντικειμενικότητά τους, αποφεύγοντας επικαλύψεις. Θα μπορούσε να εξεταστεί η θέσπιση on / off κριτηρίων και προβλέψεων για υποχρεωτική υλοποίηση απαραίτητων δράσεων-δαπανών, όπως:

- Δυνατότητα καταβολής της Ίδιας Συμμετοχής (με εξορθολογισμό - προτυποποίηση της απαιτούμενης τεκμηρίωσης, αφού η απαίτηση που εφαρμόζεται σήμερα και προϋποθέτει ελάχιστο μέσο εξαμηνιαίο υπόλοιπο καταθέσεων κρίνεται ιδιαίτερα περιοριστική έως ανέφικτη).

- Δυνατότητα συνολικής χρηματοδότησης του Επενδυτικού Σχεδίου, λαμβανομένης υπόψη της καθυστέρησης στην καταβολή της ενίσχυσης της επιχορήγησης. Προς το σκοπό αυτό θα πρέπει να διερευνηθεί η δυνατότητα υποστήριξης της χρηματοδότησης αυτής από το χρηματοπιστωτικό σύστημα

- Διασφάλιση της Βιωσιμότητας του Επενδυτικού Σχεδίου.

- Εξασφάλιση των Ελαχίστων προϋποθέσεων / δικαιολογητικών που τεκμηριώνουν την λήψη των απαραίτητων εγκρίσεων και αδειών λειτουργίας.

- Πρόβλεψη για υποχρεωτική υλοποίηση συγκεκριμένων δράσεων (ανάλογα με την δραστηριότητα) που αφορούν σε: Προστασία Περιβάλλοντος. Εξοικονόμηση Ενέργειας ή / και Αξιοποίηση ΑΠΕ. Εξοικονόμηση / Ανακύκλωση Υδάτινων Πόρων. Βέλτιστη Αξιοποίηση Πόρων - Ανακύκλωση Υλικών

- Εφαρμογή Προτύπων Διασφάλισης Ποιότητας, Περιβαλλοντικής Προστασίας, Υγιεινής και Ασφάλειας ή / και Διαχείρισης της Ασφάλειας των Τροφίμων (ανάλογα με την δραστηριότητα).

Το ανθρώπινο δυναμικό που θα απασχοληθεί στις διαδικασίες υποδοχής, αξιολόγησης/ελέγχου - καταβολής των ενισχύσεων πρέπει να έχει την κατάλληλη τεχνογνωσία, εμπειρία και αντίληψη της φιλοσοφίας του αναπτυξιακού νόμου, ώστε να μην χάνεται σε γραφειοκρατικές λογικές. Σε αυτή την κατεύθυνση, η πρόβλεψη περί Επενδυτικού Συμβουλίου θεωρείται θετική καθώς ένα τέτοιο όργανο μπορεί να φανεί πολύ χρήσιμο για την συνεχή επικαιροποίηση των προβλέψεων του Αναπτυξιακού Νόμου, και θα πρέπει να επεκταθεί η αρμοδιότητα του σε όλα τα ζητήματα που άπτονται του αναπτυξιακού νόμου.

Ως προς την περιφερειακή διάσταση του νέου Αναπτυξιακού νόμου, εκτιμάται ότι η ιεράρχηση των βαθμολογημένων Επενδυτικών Σχεδίων πρέπει να λαμβάνει υπόψιν και την ζώνη υλοποίησης τους. Επίσης πρέπει να υπάρξει διαφοροποίηση των ανώτατων ποσοστών ανά ζώνη με βάση και την κατηγορία / είδος του Επενδυτικού Σχεδίου. Παράλληλα μπορούν να θεσπιστούν οριζόντια ποσοστά ενίσχυσης σε συγκεκριμένες κρίσιμες κατηγορίες, ανεξαρτήτως ζώνης, όπως:

- Εκσυγχρονισμός Ξενοδοχειακών Μονάδων με μετατροπή σε ΑΑ΄ τάξη

- Ειδικές Μορφές Τουρισμού

- Ανάπτυξη νέων Προϊόντων ή/ και Υπηρεσιών Έντασης Γνώσης

- Προστασία Περιβάλλοντος

- Ολοκληρωμένα Επιχειρηματικά Σχέδια συνδεδεμένα με συγκεκριμένους αναπτυξιακούς στόχους.

Ως προς τις προβλεπόμενες μορφές ενίσχυσης, πρέπει να αποσαφηνιστεί εάν υπάρχει δυνατότητα συνδυασμού μορφών ενίσχυσης.

Η επιμελητηριακή κοινότητα, μέσω της ΚΕΕΕ, εκφράζοντας θεσμικά τον επιχειρηματικό κόσμο, θεωρεί ότι η νομοθετική πρωτοβουλία αλλαγής του Αναπτυξιακού νόμου δίνει την ευκαιρία στην Πολιτεία να αξιοποιήσει την εμπειρία που έχουν αρκετά στελέχη του επιμελητηριακού χώρου ως προς τις διαδικασίες τέτοιων νομοθετημάτων και να εξετάσει έτσι το ενδεχόμενο θεσμικής συμμετοχής των Επιμελητηρίων στην όλη διαδικασία, ως φορείς που να αναλάβουν όχι μόνο την ενημερωτική υποστήριξη των υποψηφίων επενδυτών αλλά ακόμη και τη διαχείριση διαδικασιών όπως η υποβολή ή η αξιολόγηση επενδυτικών προτάσεων ή ακόμη και ο έλεγχος υλοποίησης των χρηματοδοτούμενων επενδύσεων.

ZENITH