Skip to main content

Οι Έλληνες πιο εργατικοί από τους Γερμανούς!

Τις φήμες που θέλουν τους Έλληνες τεμπέληδες διαψεύδουν 160 Ευρωπαίοι οικονομολόγοι, τονίζοντας ότι εργάζονται περισσότερες ώρες από τους Γερμανούς και ότι παρουσιάζουν συγκριτικά υπερδιπλάσιο ρυθμό α
Ομάδα 160 οικονομολόγων απορρίπτει την απεικόνιση των Ελλήνων ως«τεμπέληδων» από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, υποστηρίζοντας ότιεργάζονται περισσότερες ώρες από τους Γερμανούς και η παραγωγικότητάτους ανά ώρα εργασίας αυξήθηκε με μεγαλύτερο από τον διπλάσιο ρυθμό απόό,τι της Γερμανίας, από τότε που εισήχθη το ευρώ το 1999.

Η ομάδα αυτή, που απαρτίζεται κυρίως από ευρωπαίους οικονομολόγους, σε ανοιχτή επιστολή τους για την ελληνική κρίση, η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, επισημαίνουν ότι η πολύ αργοπορημένη αντίδραση στην ελληνική κρίση οφείλεται σε«ευμετάβλητες αντιδράσεις της αγοράς, σε λαϊκιστές πολιτικούς και σεμέσα ενημέρωσης τα οποία πολύ συχνά επιδεικνύουν ουσιαστική άγνοια γιατα θέματα».

«Αυτό αύξησε δραματικά το κόστος και τους κινδύνους για την επίλυση τηςκρίσης», υπογραμμίζουν και εκφράζουν τη λύπη τους για το γεγονός ότι τομόνο που θα κάνει η περικοπή δαπανών που επιβλήθηκε στην Ελλάδα είναι«να συνθλίψει περαιτέρω τα εισοδήματα, την παραγωγή και την απασχόληση,την ώρα που τα επιτόκια αυξάνονται σε εξοντωτικά επίπεδα», σημειώνουν.

«Αυτή είναι βαθύτατα η λαθεμένη πορεία για την Ευρώπη ως σύνολο»,σημειώνουν. Οι ίδιοι καταγράφουν τα αίτια των δημοσιονομικών πληγών τηςΕλλάδας: ανικανότητα δημιουργίας φορολογικού εισοδήματος, φθίνουσαανταγωνιστικότητα λόγω των αυξανόμενου κόστους της εργασίας και τωντιμών, το εξωτερικό σοκ που προκλήθηκε στον χρηματοπιστωτικό τομέα καιτα υψηλά επιτόκια, και σημειώνουν ότι όλα και κυρίως τα πρώτα από αυτάτα προβλήματα έχουν μια «ισχυρή ευρωπαϊκή διάσταση και απαιτούνευρωπαϊκές λύσεις». «Ιδιαίτερα, η απώλεια της ανταγωνιστικότητας από την Ελλάδα (...)αντανακλάται σε μια αύξηση στην ανάλογη ανταγωνιστικότητα άλλων, κυρίωςτης Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ολλανδίας», επισημαίνουν οιακαδημαϊκοί.

Μάλιστα, στην επιστολή, η οποία συντάχθηκε κατόπιν πρωτοβουλίας του Φίλιπ Αρέστις του Κέιμπριτζ και του Γκούσταβ ΄Αντολφ Χορν του Ερευνητικού Ινστιτούτου IMK,  καλούν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να βοηθήσει στην εδραίωσητων δημοσιονομικών μεγεθών και στην επαναφορά της ισορροπίας στη ζώνητου ευρώ, το οποίο «βραχυπρόθεσμα (...) σημαίνει δέσμευση για τηδιατήρηση των βασικών της επιτοκίων κοντά στο μηδέν».

Επίσης επισημαίνουν ότι η ρίζα του προβλήματος της ανταγωνιστικότηταςείναι οι ονομαστικές αποδοχές και η διαμόρφωση των τιμών. Το κόστος τηςελληνικής ονομαστικής μονάδας εργασίας έχει αυξηθεί περισσότερο από 30%από τη θέσπιση της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης, υπογραμμίζουν, ενώστη Γερμανία αυξήθηκε μόλις 8%, δημιουργώντας μισθολογικές καιτιμαριθμικές αποκλίσεις που δεν μπορούν να διατηρηθούν σε μιανομισματική ένωση.

«Οι μισθοί και οι τιμές στην Ελλάδα και σεάλλες χώρες χρειάζεται να πέσουν αναλογικά, αλλά πρέπει να αυξηθούνταχύτερα στη Γερμανία, της οποίας η επιθετική πολιτική μείωσης τωνμισθών έχει αποπληθωριστικό αποτέλεσμα, αποθαρρύνει την εγχώρια ζήτηση,εξάγει ανεργία και απειλεί να προκαλέσει έκρηξη της νομισματικήςένωσης», αναφέρεται επίσης σε αυτήν την ανοιχτή επιστολή.

«Αυτόςείναι ο μόνος τρόπος για την επαναφορά της ισορροπίας στη ζώνη τουευρώ, ενώ παράλληλα θα αποφευχθεί ο τεράστιος κίνδυνος μιαςαποπληθωριστικής δίνης», επισημαίνουν οι οικονομολόγοι.

Προειδοποιώνταςγια τον κίνδυνο πρόκλησης ενός φαινομένου ντόμινο, με την Πορτογαλία ναείναι η πιο εκτεθειμένη σε αυτόν, οι ακαδημαϊκοί υπογραμμίζουν ότι «οδανεισμός δημόσιου χρήματος στην Ελλάδα δεν ήταν φιλανθρωπία, αλλά μιαπράξη προς το ζωτικό συμφέρον όλων των Ευρωπαίων. Το ίδιο ήταν και ηανάγκη να επιλυθεί η ελληνική κρίση στη βάση των αυξανόμενωνεισοδημάτων σε όλη την ήπειρο», προσθέτουν.

Η  Ευρώπη μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα του χρέους και των ελλειμμάτων, μόνο αν συνοδεύσει τον μηχανισμό στήριξης του ευρώ με μέτρα ανάπτυξης, στα οποία θα περιλαμβάνονται μισθολογικές αυξήσεις στη Γερμανία.

Μάλιστα, σημειώνει ότι το έκτακτο πακέτο των 750 δισ. ευρώ για τη σταθεροποίηση του ευρωπαϊκού νομίσματος ήταν «απαραίτητο, αλλά αρκετά εκπρόθεσμο και, πιο σημαντικό, δεν επαρκεί από μόνο του».

ZENITH