Skip to main content

Οι «κλωστές» έχουν παρελθόν, αντέχουν στο παρόν και βλέπουν στο μέλλον

Οι «κλωστές» -όπως και άλλοι παραδοσιακοί κλάδοι παραγωγής- δεν έχουν ξοφλήσει για την Ελλάδα, αρκεί οι επιχειρήσεις να εκσυγχρονιστούν σε όλα τα επίπεδα. Γράφει ο Γιώργος Μητράκης.

του Γιώργου Μητράκη

Θετική είναι η εικόνα της ελληνικής αγοράς ένδυσης, που από το φθινόπωρο του 2013 μέχρι τα τέλη του 2014 εμφάνισε σταθερά ανοδική πορεία. Μια εικόνα που χωρίς να είναι εντυπωσιακή δημιουργεί αισιοδοξία για το μέλλον ενός κλάδου με σημαντική παράδοση στην Ελλάδα - και ειδικότερα στη Βόρεια Ελλάδα. Οι περίφημες «κλωστές» που στο παρελθόν συνιστούσαν έναν τομέα κυρίαρχο στην ελληνική οικονομία, ο οποίος τα τελευταία 20 χρόνια έχει «κτυπηθεί» ανελέητα, από την παγκοσμιοποίηση και τις χώρες χαμηλού εργατικού κόστους και την τελευταία πενταετία από την κρίση που μαστίζει την ελληνική οικονομία.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής Ένδυσης Ελλάδος στην ένδυση οι λιανικές πωλήσεις το 2014 κατέγραψαν αύξηση κατά 2,2%. Το γεγονός ότι η εσωτερική αγορά ανακάμπτει επιβεβαιώνεται τόσο από την αύξηση του κύκλου εργασιών των εγχώριων επιχειρήσεων που παράγουν για την Ελλάδα κατά 1,4%, όσο επίσης από την αύξηση των εισαγωγών κατά 9,1%. Οι εξαγωγές ενδυμάτων το 2014 κατέγραψαν αύξηση 2,2% έναντι του 2013, που αποτέλεσε την πρώτη θετική χρονιά μετά το 2003. Επίσης το 2014 υπήρξε αύξηση στην απασχόληση κατά 6%.  

Σημειώνεται ότι σε όλη την Ελλάδα υπάρχουν 2300 παραγωγικές επιχειρήσεις κλωστοϋφαντουργίας και ένδυσης. Στη Μακεδονία και τη Θράκη λειτουργούν 950 επιχειρήσεις –οι 100 από αυτές είναι αμιγώς εξαγωγικές- με 15.000 εργαζομένους.

Όλα αυτά τα στοιχεία είναι ενδιαφέροντα για έναν επιπρόσθετο λόγο. Αφορούν έναν από τους λεγόμενους παραδοσιακούς κλάδους της ελληνικής παραγωγής, τους οποίους πολλοί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια –από υπουργούς μέχρι οικονομολόγους- έχουν πλήρως ξεγραμμένους. Φυσικά η ζωή και η οικονομία έχουν αλλάξει πολύ τις τελευταίες δεκαετίες. Ειδικά η παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων έχει μετακομίσει από την Ελλάδα –και την περιοχή της Θεσσαλονίκης- ανατολικότερα, αλλά και προς Βορράν. Φαίνεται, όμως, ότι σε αυτή την πραγματικότητα υπάρχουν ρωγμές. Κατ’ αρχήν η αγορά χρειάζεται πάντα υψηλής ποιότητας και ειδικής κοπής και ραφής προϊόντα, τα οποία δεν μπορούν εύκολα να παραχθούν σε χώρες όπως η Κίνα και η Τουρκία. Ή δε συμφέρει να παραχθούν εκεί. Επίσης, η ευελιξία και η ταχύτητα είναι παράγοντες που συχνά εξιτάρουν τις ευρωπαϊκές εταιρίες επώνυμων ρούχων, οι οποίες ενδιαφέρονται να έχουν παραγωγική βάση σε κοντινή απόσταση, ώστε να διαχειρίζονται αποδοτικότερα τα αποθεματικά τους. Παράλληλα, υπάρχουν πάντα τα επώνυμα ρούχα και σχέδια ελληνικής προέλευσης, που μπορούν να σταδιοδρομήσουν στις διεθνείς αγορές.

Συμπέρασμα: οι «κλωστές» -όπως και άλλοι παραδοσιακοί κλάδοι παραγωγής- δεν έχουν ξοφλήσει για την Ελλάδα. Αρκεί οι επιχειρήσεις να εκσυγχρονιστούν σε όλα τα επίπεδα. Από τις προμήθειες και την παραγωγική υποδομή, μέχρι το μάρκετινγκ και τις πωλήσεις. Και να αξιοποιήσουν όλες τις δυνατότητες. Την παραγωγή επωνύμων και το φασόν. Την καινοτομία, τη νεωτερικότητα και την παράδοση. Την εσωτερική αγορά και τις εξαγωγές.

ZENITH