Skip to main content

Τα μέτρα αντιντάμπινγκ ως μέσο πίεσης

Μια αθέμιτη πρακτική εμπορίου, το ντάμπινγκ (dumping), συμβαίνει όταν μια επιχείρηση διαθέτει τα προϊόντα της στο εξωτερικό σε τιμή χαμηλότερη από την τιμή που τα διαθέτει στην αγορά όπου παράγονται,
Μια αθέμιτη πρακτική εμπορίου, το ντάμπινγκ (dumping), συμβαίνει όταν μια επιχείρηση διαθέτει τα προϊόντα της στο εξωτερικό σε τιμή χαμηλότερη από την τιμή που τα διαθέτει στην αγορά όπου παράγονται, ή ακόμα και κάτω του κόστους. Αυτό κυρίως συμβαίνει γιατί η εξαγωγική επιχείρηση ενδέχεται να έχει πλεονάζουσα παραγωγική δυναμικότητα και επιθυμεί να κατακτήσει μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς στην ξένη χώρα εις βάρος των εγχώριων προϊόντων της. Η πρακτική αυτή θεωρείται διεθνώς τακτική αθέμιτου ανταγωνισμού, γι΄ αυτό και επιβάλλονται δασμοί αντί-ντάμπινγκ (anti-dumping). Ο δασμός αντιντάμπινγκ είναι ανεξάρτητος από τους εισαγωγικούς δασμούς και λειτουργεί προσθετικά στο κοινό δασμολόγιο.

Πολλές φορές όμως, συμβαίνει να επιβάλλονται μέτρα αντί-ντάμπινγκ σε συγκεκριμένα προϊόντα δίχως να έχει προϋπάρξει ντάμπινγκ. Κάτι τέτοιο είναι παραπάνω από επικίνδυνο, καθώς ένα φάρμακο αχρείαστο είναι δηλητήριο. Όταν ένας άνθρωπος λαμβάνει ένα φάρμακο άσχετο με την ασθένειά του, αναπόφευκτα δημιουργούνται παρενέργειες. Το ίδιο συμβαίνει όταν οι δασμοί αντί-ντάμπινγκ επιβάλλονται άδικα, μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση ο «άνθρωπος» που θα νοσήσει θα είναι το παγκόσμιο εμπόριο. Η άδικη λήψη μέτρων αντιντάμπινγκ έχει ως απώτερο σκοπό την ενδυνάμωση της τοπικής βιομηχανίας εις βάρος των εισαγόμενων αγαθών, γεγονός που επιβαρύνει το κλίμα προστατευτισμού διεθνώς.

Πρόσφατα είδαμε τις ΗΠΑ και την Κίνα να επιδίδονται σε ανακοινώσεις πρόσθετων αμοιβαίων δασμών αντιντάμπινγκ. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, οι ΗΠΑ επέβαλαν υψηλούς προσωρινούς δασμούς στα κινεζικά προϊόντα αλουμινίου και χάλυβα, καθώς και σε ορισμένους τύπους χαρτιού. Η Κίνα αντέδρασε με την επιβολή σκληρών δασμών αντιντάμπινγκ στις αμερικανικές εισαγωγές κοτόπουλου και νάυλον ως αντίποινα. Εν γένει, η επιβεβαίωση της ύπαρξης αυτής της παράνομης πρακτικής υποτιμολόγησης είναι υπόθεση εξαιρετικά δύσκολη και απαιτεί έρευνα σε  βάθος χρόνου. Επιπλέον πρέπει να διερευνηθεί κατά πόσο έχει δεχθεί ζημία ο συγκεκριμένος κλάδος παραγωγής.

Χώρες όπως η Κίνα αποτελούν συχνά στόχο επιβολής τέτοιων μέτρων. Κινήσεις όμως σαν αυτές είναι αντίθετες με τους κανόνες διεθνούς εμπορίου και δεν βοηθούν να ξεπεραστεί η παγκόσμια χρηματοοικονομική ύφεση. Η ουσία είναι πως τα σημάδια αυτά δείχνουν ότι η Κίνα ίσως “υποχρεωθεί” να ανατιμήσει το νόμισμά της, το γουάν (ή ρενμίνμπι στα κινέζικα), καθότι φαίνεται να το διατηρεί επίτηδες ασθενές έναντι των άλλων διεθνών νομισμάτων. Με αυτόν τον τρόπο καθιστά τις κινεζικές εξαγωγές φθηνότερες, προσφέροντας έτσι ένα αθέμιτο πλεονέκτημα στους κινέζους εξαγωγείς. Είναι προφανές λοιπόν ότι τα μέτρα αυτά λειτουργούν ως μέσο πίεσης στην Κίνα, καθώς και η Παγκόσμια Τράπεζα έχει κάνει στο παρελθόν επανειλλημένως συστάσεις για ενδυνάμωση του νομίσματός της.

Σήμερα, η ισοτιμία δολαρίου-γουάν κυμαίνεται στο 6,82770. Μετά το πέρας και του δεύτερου στρατηγικού και οικονομικού διαλόγου (S&ED) μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας που ολοκληρώθηκε στις 25 Μαΐου στο Πεκίνο, ο ίδιος ο πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Χου Ζιντάο, δεσμεύτηκε ότι θα μεταβάλλει την ισοτιμία σταδιακά. Άραγε θα προβεί η Κίνα σε αναπροσαρμογή της ισοτιμίας του γουάν ή θα πυροδοτηθούν νέα σκληρότερα μέτρα αντιντάμπινγκ;

ZENITH